ἀγρύπνου

ἀγρύπνου
ἄγρυπνος
wakeful
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εγρήγορση — η (AM ἐγρήγορσις) η κατάσταση τού άγρυπνου, το να είναι κανείς ξύπνιος μσν. νεοελλ. το να έχει κανείς ακμαίες τις πνευματικές του δυνάμεις νεοελλ. προσοχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”